Το τσίγκινο δαχτυλίδι
Στη μία χούφτα του κρατούσε σφιχτά ένα τσίγκινο δαχτυλίδι, από αυτά τα ψεύτικα που πουλάνε στα διάφορα πανηγύρια για να προσελκύσουν το κοριτσίστικο πληθυσμό. Ήταν, βέβαια, πολύ μικρό για τα δικά του χοντροκομμένα δάχτυλα αλλά ακόμα και για γυναίκας δάχτυλα μικρό του φαινόταν, αν και είχε πολύ καιρό να δει τα δάχτυλα της ήταν σίγουρος ότι δεν της έκανε πια.. Τελευταία φορά τη θυμάται να το φοράει όταν πηγαίνανε σχολείο ακόμα, καθόταν σε ένα παγκάκι και ήρθε τρέχοντας κι έπεσε στην αγκαλιά του, μόλις τον είδε από μακρυά να πλησιάζει, χαρούμενη που το χε ξαναβρεί.Το χε χάσει ,βλέπεις, την προηγούμενη μέρα, στα βραχάκια που καθόντουσαν και ατενίζανε τη φεγγαράδα και της έπεσε κάπου εκει, από τότε το φύλαξε σε ένα κουτί για να μη το ξαναχάσει. Ήταν πολύτιμο.
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν όμορφος, αυτή πάλι ήταν η κούκλα του νησιού. Δεν υπήρχε χώρος που να έμπαινε και να μην έλαμπε. Δεν υπήρχε άντρας του νησιού, από μωρά με τα παιχνίδια τους εως τους γέρους που κάθονταν ολημερίς στα καφενεία, που να μη γύριζαν να τη κοιτάξουν. Ίσως να έφταιγαν τα χρυσά της μαλλιά, ίσως τα αμυγδαλωτά της παιχνιδιάρικα μάτια, ίσως το παραμυθένιο της όνομα- Αλίκη, ίσως να ήταν θηλυκό πριν ακόμα καταλάβει τι σημαίνει γυναίκα. Ο ίδιος ένιωθε πολύ τυχερός, σαν να είχε κερδίσει το λόττο σε τζακ ποτ , αλλά και πάλι τα χρήματα δε χωρούσαν σε αυτό που ένιωθε, ήταν η πρώτη και τελευταία σκέψη του, ήταν ο άνθρωπος που τον συμπλήρωνε, ήταν η ματιά της που τον έκανε και πέταγε. Μετριέται ο έρωτας σε κέρδος? Αν ναι ήταν ο πιο πλούσιος άνθρωπος, χωρίς αμφιβολία. Αλλά όλα αυτά ήταν τώρα ήταν μια ανάμνηση, γλυκόπικρη , που γέμιζε τα σωθικά του με πόνο για την αδικία και τη σκληρότητα της ζωής. Το μόνο που του είχε μείνει από αυτήν ήταν αυτό το μικρό δαχτυλίδι, το οποίο του το δώσε την τελευταία μέρα που χωρίσανε, την τελευταία μέρα πριν μπει να «υπηρετήσει», πήρε το χέρι του μέσα στο δικό της του το άφησε στη χούφτα του και του το σφίξε, όπως τώρα το έσφιγγε μόνος του…
«Όταν θα είσαι έτοιμος…»
Το χε φανταστεί ίσως το τέλος, αλλά δεν περίμενε αυτή την απλότητα, δεν περίμενε ότι θα μπορούσε να το ξεστομίσει ή έστω να φύγει μακρυά του και πιο πολύ αυτό: πληγώθηκε ο εγωισμός του που τον εγκατέλειπε, τώρα που είχε το λούκι να τραβήξει. 20 μήνες είναι αυτοί, δεν ήταν και λίγοι. Ίσως να έπρεπε τότε να της φωνάξει, όταν γύρισε την πλάτη της, ίσως απλά να την αγκαλιάσει και να της πει ότι την αγαπάει.. Αρκεί να μην την άφηνε να φύγει. Δεν πρέπει να είχε καταλάβει ποτέ της το μέγεθος της αγάπης του και της προσπάθειας που είχε καταβάλει για να μείνουν για πάντα μαζί.. Ήταν μαζί ήδη 7 χρόνια, από παιδιά γνωριζόντουσαν, μεγαλώσανε, ονειρευτήκανε μαζί και μετά έζησαν το όνειρο τους.. Όμως γλώσσες κακές παντού θα υπάρχουν και τι κι αν μην ήτανε από το ίδιο χωριό ,στην ουσία το νησί αποτελούσε από μόνο του ένα μεγάλο χωριό.. Οι γονείς του μέχρι τότε δεν είχαν κάποιο εμφανές πρόβλημα ή τουλάχιστον δεν είχαν εκφράσει ανοιχτά την άποψη τους για τη σχέση τους και δεν τους έπεφτε λόγος ίσως, στο κάτω κάτω συντοπίτισσα ήταν, τόσα χρόνια μαζί ήταν, ΛΟΓΙΚΑ δεν πρέπει να έφερναν αντίρρηση σε αυτό που είχε στο μυαλό του να τους ανακοινώσει. Μερικούς μήνες πριν παρουσιαστεί ένιωσε την ανάγκη να αντικαταστήσει το τσίγκινο δαχτυλιδάκι με ένα αληθινό, με ένα δαχτυλίδι που να αρμόζει στη γυναίκα των ονείρων του, το δαχτυλίδι που θα έδειχνε, όχι μόνο στην ίδια αλλά και σε όλον τον κόσμο, ότι τη θέλει για πάντα δίπλα του. Είχε τόσο μεγάλη χαρά και ανυπομονησία , ήθελε να το βροντοφωνάξει, να βγει στο μπαλκόνι και να ακούσει τη φωνή του να χτυπάει στα βουνά απέναντι και να επιστρέφει σαν ηχώ στα αυτιά του, αλλά συγκρατήθηκε. Υπήρχε βέβαια ένα πρόβλημα, τόσα χρόνια φοιτητής, μια πτυχίο, μια μεταπτυχιακό, δεν είχε προλάβει να δουλέψει σε κάποια εταιρεία της προκοπής, επομένως οι προσωπικές του οικονομίες ήταν ελάχιστες έως μηδαμινές. Σαν οικογένεια βέβαια ποτέ δεν είχαν οικονομική στενότητα, επομένως δεν τον είχε πολύνοιάξει ..μέχρι τότε βέβαια! Το πολυπόθητο δαχτυλίδι όμως κόστιζε αρκετά, δεν θα της έδινε ό,τι κι ό,τι, επομένως έπρεπε να επισπεύσει την ανακοίνωση στας γονέας. Τους μάζεψε όλους, αδελφό, γονείς, γιαγιά και τους το ξεφούρνισε χωρίς περιστροφές.
«Θέλω να την παντρευτώ γι αυτό πριν φύγω θέλω να αρραβωνιαστούμε»
Πρώτη ξεκίνησε η γιαγιά. Παρόλο που άνηκε σε άλλο χωριό ήξερε την οικογένεια της και δεν ήταν καλή, χωριάτες άνθρωποι και μάλιστα ο παππούς της – στην ίδια ηλικία με τη γιαγιά- παλιάνθρωπος, κλέφτης και φυσικά ούτε λόγος για περιουσία. Τους μπρίζωσε για τα καλά η γιαγιάκα και πιο πολύ το γιόκα της, δηλαδή τον πατέρα του, και αποφάσισε ότι δε θέλει να συγγενέψουν με «αυτή» την οικογένεια, μιας και οι ίδιοι είχαν ένα καλό όνομα.. Η μάνα του δε μιλούσε, ίσως να ένιωθε θλίψη, το έβλεπε στα μάτια της, αλλά ζούσε το δικό της δράμα μιας και αυτή ήταν η ξένη, από την Πελοπόννησο, που ήρθε από το χωριό της και κατάφερε να μεγαλοπιαστεί..
«Από μένα μην περιμένεις συγκατάθεση, ούτε λεφτά. Αυτήν την κοπέλα δε τη θέλουμε» τελευταία κουβέντα του πατέρα του, με τη γιαγιά να χαμογελάει αυτάρεσκα από πίσω. «Παλιοπουτάνα» σκέφτηκε.
«Αν δεν παντρευτώ αυτή, δε θα παντρευτώ καμία» είπε με την ορμή του πληγωμένου νέου .
Άβυσσος η ψυχή του, τα γρανάζια της σκέψης του είχαν πολλαπλασιαστεί, η στεναχώρια τον είχε μαραζώσει, τα τσιγάρα έσβηναν κι άναβαν αλλά λύση δεν έβρισκε.. Λεφτά δεν είχε, ούτε να δανειστεί μπορούσε, στρατό θα έμπαινε πώς θα τα ξεπλήρωνε, δαχτυλίδι γιοκ. Ρομαντικός από τη φύση του δε μπορούσε να φανταστεί να της ζητάει να μοιραστεί το υπόλοιπο της ζωής της μαζί του..με άδεια χέρια και πιο πολύ με άδειες τσέπες? Είχε ξενερώσει αφάνταστα, τόσο πολύ που η Αλίκη άρχισε να παρεξηγεί τη συμπεριφορά του, είχαν ακουστεί και διάφορα. Από στόμα σε στόμα είχε φτάσει και στα αυτιά της ότι η οικογένεια του δεν τη θέλει κι όταν τον ρώταγε αυτός απάντηση δεν της έδινε.. «Αν δε με θέλουν αυτοί μία εγώ δεν τους θέλω δέκα» δυναμική και αποφασιστική όπως ήταν δεν το πολυσκέφτηκε και του το επέστρεψε το τσίγκινο δαχτυλίδι, αν και όταν του το σφίγγε μέσα στην παλάμη του ένιωσε και τη ψυχή της να σφίγγεται και να θέλει να ουρλιάξει «Γιατί δε με θες? Μετά από όσα ζήσαμε μαζί..» Γύρισε την πλάτη της κι ένας λυγμός την έπνιξε και έφυγε λαχταρώντας να τρέξει να την αγκαλιάσει και να της πει ότι την αγαπάει ακόμα..Ήταν σίγουρη μάλλον ότι θα το έκανε, αλλά αυτός είχε μείνει στήλη άλατος να κοιτάζει τα χρυσά της μαλλιά καθώς απομακρύνονταν μαζί με το υπόλοιπο σώμα της.
Ο στρατός τελείωσε, οι ζωές τους πλέον είχαν χωρίσει, οι ψυχές τους όμως περιπλανιόνταν στην ίδια θάλασσα, στα ίδια σοκάκια που τα περπάτησαν μαζί, στα ίδια καλοκαίρια που γέλασαν μαζί. Τα χρόνια πέρασαν. Η Αλίκη δε ξαναπάτησε στο νησί, τα νέα της τα μάθαινε μέσα από γνωστούς, αυτή πάλι όχι. Είχε αποφασίσει να ξεκόψει τελείως να μην της θυμίζει τίποτα πια τις αναμνήσεις της. Έμαθε κι ότι παντρεύτηκε και ζήλεψε πολύ, πληγώθηκε αφάνταστα, μέσα του πάντα πίστευε ότι θα καταλήξουν μαζί, απατηλή ελπίδα ίσως. Κλείστηκε στον εαυτό του και δε ξαναγέλασε για χρόνια..
Η Αλίκη πάλι είχε καταφέρει εν μέρει και είχε ξεχάσει ή έτσι πίστευε.Απλά είχε βάλει στην αποθήκη του μυαλού της ό,τι την πλήγωνε και συνέχισε γοργά την πορεία της, εξάλλου ήθελε να κάνει και παιδιά, το όνειρο της ζωής της! Παντρεύτηκε σχετικά γρήγορα, μόνο ένα χρόνο γνωρίζονταν, αλλά και δεν είχε μεγάλα περιθώρια, κόντευε να τριανταρήσει. Το παιδί άργησε να έρθει, είχε πρόβλημα τελικά της είπαν οι γιατροί, και μετά από πολλές θεραπευτικές αγωγές και προσπάθειες κατάφερε να συλλάβει το αγγελούδι της. Ο γιόκας της, ένα πανέμορφο πρασινομάτικο μωρό, ήταν ό,τι της έλειπε για να ολοκληρώσει την ευτυχία της. Όμως η ρουτίνα εισέβαλλε πιο γρήγορα από ότι είχε φανταστεί στη σχέση με τον άντρα της.. Ένας τυπάκος, που τη ζήλευε πολύ και δε μπορούσε να διανοηθεί η γυναίκα του να βγαίνει μόνη της ή να ντύνεται προκλητικά. Η Αλίκη όμως παρέμενε φρέσκια και ζωηρή, δε μπορούσε να μιζεριάσει, τι κι αν είχε φτάσει 35 στη ψυχή και στη διάθεση παρέμενε 20άρα.. Μια μέρα είδε μια φίλη από τα παλιά και την προσκάλεσε στο μαγαζί της να πιούνε ένα καφεδάκι. Μέσα στα πολλά, άνοιξε και το μπαουλάκι με τις αναμνήσεις και τόλμησε και ρώτησε
«Τι κάνει ο Νικολός?Παντρεύτηκε, έκανε παιδιά?»
Η φίλη της ξαφνιασμένη «Καλά δεν έχεις μάθει νέα του όλα αυτά τα χρόνια? Οι γονείς του, του προξένεψαν πολλές κοπέλες, αλλά αυτός έχει δηλώσει ότι μια γυναίκα ήθελε να παντρευτεί και αυτή ήσουν ΕΣΥ και δεν παντρεύεται άλλη!»
Ένιωσε το αίμα της να παγώνει, η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά, η αναπνοή της βάρυνε, θόλωσαν γύρω της τα πάντα και το μόνο που αντηχούσε στα αυτιά της ήταν το «εσύ», «εγώ» δηλαδή..Τα γόνατα της έτρεμαν και αναγκάστηκε να καθήσει για να μη φανερώσει τη συγκίνησή της.. «Όλα αυτά τα χρόνια εμένα? Μα γιατί?» Όλο το βράδυ επέμενε να κοιτάζει το ταβάνι σαν ηλίθια μήπως και της έρθει η επιφοίτηση, όσο το κοίταζε όμως, τόσο πιο σίγουρο ήταν ότι δε θα της απαντούσε κι ότι τελικά τον αγάπαγε ακόμα.. Και αυτό όλο και γινόταν πιο διαυγές, πιο ξεκάθαρο μέχρι που απλώθηκε σε όλο της το είναι.. Μα πώς είχε καταφέρει να το πνίξει? Ναι τον αγαπούσε, πιο πολύ από τον άντρα της και στη διαπίστωση αυτή ξέσπασε σε κλάματα. Τα δάκρυα της, της ξέπλυναν τον πόνο και τις ενοχές, ήταν αποφασισμένη να τον πάρει τηλέφωνο, έστω για ένα γεια, να δει αν έχει αλλάξει , αν και το γνώριζε ότι δε θα περιοριζόταν σε ένα απλό τηλεφώνημα.
Ο Νικολός, πλέον επιτυχημένος επαγγελματικά , είχε αποκτήσει τη γοητεία των 40 και όλο το δυναμισμό που του έλειπε ως παιδί. Πολλές ήθελαν να βρεθούν στην καρδιά του ή έστω στο κρεβάτι του και κατά καιρούς νταραβεριζόταν με διάφορες, αλλά ένιωθε πιο μόνος από ποτέ.. Άλλη μια μέρα καθόταν στην οθόνη του υπολογιστή του κι έκανε ισολογισμούς, όταν χτύπησε το τηλέφωνο του γραφείου και ακούστηκε μια γυναικεία φωνή στο βάθος.. Στις δυο πρώτες λέξεις την είχε αναγνωρίσει, δε χρειάστηκε να προφέρει το όνομα της, σαν να μην πέρασε ούτε στιγμή από την τελευταία φορά που την είχε ακούσει. Του κόπηκε η ανάσα, τα γόνατα, και η γλώσσα.. Απορούσε με τον εαυτό του , γιατί είχε φανταστεί τόσες φορές τον εαυτό του να την παίρνει τηλέφωνο, το χε κάνει άπειρες φορές πρόβα και παρόλα αυτά δεν είχε προετοιμαστεί για το αντίστροφο.. Χωρίς να πουν πολλά κανόνισαν να βρεθούν από κοντά, «εξάλλου είχαν τόσα να θυμηθούν» του είπε στο τηλέφωνο.
Το ίδιο βράδυ κιόλας, κι όμως η αγωνία του βουνό. Δεν είχε τι να βάλει, του φαινόταν ότι είχε πάρει κάποια κιλά, είχαν γκριζάρει και τα μαλλιά του..χάλια μαύρα, αυτή πάλι, ήταν σίγουρος ότι θα λάμπει κι ένιωθε ήδη μηδαμινός μπροστά της.Την ίδια ώρα η Αλίκη κοίταζε τον καθρέφτη, χρυσομαλλούσα όπως πάντα, με τα μάτια πλαισιωμένα με μαύρο έντονο μολύβι όπως συνήθιζε, αλλά να κάτι ρυτιδούλες στις άκρες τους την έκαναν να αγχώνεται.. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα που διέγραφε τις καμπύλες της, έβαλε ασορτί κόκκινες γόβες, ένα κόκκινο λουλούδι στα μαλλιά..Όσο και να της άρεσε το είδωλό της ήξερε ότι το δέρμα της είχε χάσει τη σφριγιλότητά του και το σώμα της δεν είχε καμία σχέση με αυτό της 20χρονης που θυμόταν. «Τι πάω θέε μου να κάνω?»
Κι όταν συναντήθηκαν ήξερε τι έπρεπε να κάνει, τι ήθελε να κάνει, τι της υπαγόρευε όλο της το είναι να κάνει. Στο βλέμμα της καθρεφτιζόταν μόνο αυτός και στο δικό του μόνο αυτή και ξαφνικά τα πάντα απέκτησαν νόημα. Είχαν γεννηθεί γι αυτή τη στιγμή και το έμαθαν μόλις τώρα. Τα κορμιά τους ενώθηκαν σε ένα, δεν υπήρξε χρόνος, ούτε δισταγμοί, μόνο αυτή κι αυτός, «εσύ κι εγώ» σε μια ατελείωτη στιγμή που έλαμψε στο σκοτάδι μια φορά, για πάντα
Ο Νικολός είχε φτάσει από ώρα και κάθε δευτερόλεπτο του φαινόταν αιώνας, κρατούσε σφιχτά στο ένα του χέρι ένα τσίγκινο δαχτυλίδι, από αυτά τα ψεύτικα που πουλάνε στα πανηγύρια, και στο άλλο τα λουλούδια.. Βρήκε τη δύναμη, χτύπησε την πόρτα του σπιτιού στο νησί και άνοιξε η Αλίκη λουσμένη στο φως, λευκή σα νιφάδα χιονιού, λουλουδένια σαν την άνοιξη τυλιγμένη σε ένα κατάλευκο τούλι. Το χαμόγελό της , τα μάτια της, όλη, τέλεια, αυτή ήταν Η γυναίκα, η γυναίκα της ζωής του..της έδωσε στο ένα χέρι το τσίγκινο δαχτυλίδι και στο άλλο την ανθοδέσμη και της ψιθύρισε
«Είμαι έτοιμος!»
7 σχόλια:
den to diabasa
Ωραιο...
ωραία χρώματα κι αρώματα
Άξια, άξια!
όμορφο.
το διάβασα μέχρι τέλους, και μ'άρεσε που κατάφερες στις πιο γοητευτικές στιγμές να μου κορυφώσεις το ενδιαφέρον, με σωστή και στρωτή γλώσσα.
μπράβο σου.
σας ευχαριστώ αλλά με κάνετε και ντρέπομαι δεν είναι κάτι φοβερο..παρεπιπτόντως είναι στηριγμένο σε αληθινή ιστορία με πολλή μυθοπλασία. Η Αλίκη 1 χρόνο μρτά το γάμο τους έφερε στη ζωή ένα πανέμορφο κοριτσάκι και πριν προλάβει να χρονίσει έμεινε και πάλι έγγυος..αυτή τη φορά σε δίδυμα.. Τα περιμένουμε με αγωνία
Να της ζήσουν τα παιδάκια και να είναι πάντα ευτυχισμένοι!
Δημοσίευση σχολίου